Κάμερον, Σάιμον

Κάμερον, Σάιμον
(Simon Cameron, 1799 – 1889). Αμερικανός πολιτικός. Χρημάτισε γερουσιαστής του Δημοκρατικού Κόμματος στην Πενσιλβάνια από το 1845 έως το 1849. Το 1856 προσχώρησε στο νεοσυσταθέν Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, του οποίου ήταν ένας από τους οργανωτές, και το 1857 διετέλεσε ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής. Κατά την περίοδο του εμφυλίου, ως υπουργός Πολέμου του Αβραάμ Λίνκολν (1861), πρότεινε τη λήψη εξαιρετικών μέτρων για την αντιμετώπιση της κατάστασης, όπως για παράδειγμα τον εξοπλισμό των σκλάβων φυγάδων. Διορίστηκε επιτετραμμένος των ΗΠΑ στη Ρωσία (1862) και άσκησε πάλι τα καθήκοντα του γερουσιαστή στο διάστημα 1866-77.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κάμερον, Τζέιμς Ντόναλντ — (James Donald Cameron, 1833 – 1918). Αμερικανός πολιτικός. Ήταν γιος του πολιτικού Σάιμον Κάμερον (βλ. λ.). Διετέλεσε αντιπρόεδρος (1861 74) της εταιρείας των Βόρειων Κεντρικών Σιδηροδρόμων και στη συνέχεια ανέλαβε τη θέση του προέδρου στην ίδια… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”